ἄδος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
German (Pape)
[Seite 37] τό, Sättigung, Überdruß, Hom. einmal, Iliad. 11, 88 ἐπεί τ' ἔκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, wo Einige μάκρ', ἆδός schreiben wollen, s. Buttmann Lexil. 2, 127. Vgl. ἀδέω, ἄδην. Herodian. schrieb ἅδος, Scholl. Iliad. 11, 88 ἅδος: δασυντέον κτἑ. Vgl. ἀδινός.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδος: -εος, τό, κόρος, ἀηδία, μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 88, τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, ἔνθα ὁ Heyne προτείνει: μάκρ’, ἆδός τέ μεν ἵκετο· ἴδε ἐν λέξ. ἄδην.
French (Bailly abrégé)
c. ἅδος.
English (Autenrieth)
Russian (Dvoretsky)
ἄδος: или ἅδος, εος τό пресыщение, усталость: ἄ. μιν ἵκετο θυμόν Hom. усталость охватила его.