ἐθελητός

From LSJ
Revision as of 14:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

German (Pape)

[Seite 718] freiwillig, Soph. O. C. 527, frühere Conj. Hermanns für αὐθαίρετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελητός: -ή, -όν, θεληματικός, ἑκούσιος, εἰκασία τοῦ Ἑρμάννου ἐν Σοφ. Ο. Κ. 523, ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετον, ὡς παραβιάζοντος τὸ μέτρον, ἀλλ’ ἡ γραφὴ αὕτη δὲν ἐγένετο δεκτή, ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
volontaire.
Étymologie: ἐθέλω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
deseado, voluntario κόπος Eust.691.9, cf. Phot.α 1799.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελητός: добровольный (Soph. - v. l. к αὐθαίρετος).