ἐκπρήσσω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Ion. for ἐκπράσσω.
German (Pape)
[Seite 776] ion. = ἐκπράσσω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρήσσω: Ἰων. ἀντὶ ἐκπράσσω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐκπράσσω.
Greek Monolingual
βλ. εκπράσσω.
Greek Monotonic
ἐκπρήσσω: Ιων. αντί ἐκπράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρήσσω: ион. = ἐκπράσσω.