ἱλάομαι
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
[ῐλᾰ], Ep. pres. for ἱλάσκομαι, ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται Il.2.550; ἱλάεσθαι A.R.2.847:—also ἱλέομαι, A.Supp.117(lyr.): ἱλεόομαι, Pl.Lg.804b and later Prose, as Luc.Salt.17, Porph.Antr. 20, D.C.59.27, Procop.Aed.3.6, Ps.-Callisth.1.6:—also ἱλαόομαι, MAMA1.230 (Laodicea Combusta).
German (Pape)
[Seite 1250] ep., dasselbe; Il. 2, 550; Ap. Rh. 2, 846. 4, 479; Dion. Per. 853. S. ἱλέομαι u. ἱλεόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλάομαι: ῑλᾱ. Ἐπικ. ἀντὶ ἱλάσκομαι, Ἰλ. Β. 550, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 847: τύπος τις ἱλέομαι ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117, 128· ἱλεόομαι ἐν Πλάτ. Νόμ. 804Β, Λουκ. π. Ὀρχ. 17, Δίων Κ. 59, 27., 78. 34.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. épq.
c. ἱλάσκομαι.
Greek Monolingual
ἱλάομαι (Α)
(επικ. τ.) βλ. ιλάσκομαι.
Greek Monotonic
ἱλάομαι: [ῐλᾰ], = ἱλάσκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.