ῥάματα

From LSJ
Revision as of 16:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάματα Medium diacritics: ῥάματα Low diacritics: ράματα Capitals: ΡΑΜΑΤΑ
Transliteration A: rhámata Transliteration B: rhamata Transliteration C: ramata Beta Code: r(a/mata

English (LSJ)

βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).

Greek (Liddell-Scott)

ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].