ῥησιμετρέω
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
measure one's words, Luc.Lex.9, Pseudol.24.
German (Pape)
[Seite 840] seine Rede, seine Worte messen, Luc. Pseudol. 24 Lexiphan. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ῥησιμετρέω: μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer ses paroles.
Étymologie: ῥῆσις, μετρέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥησῐμετρέω: мерить, т. е. рассчитывать, взвешивать свои слова Luc.