πάμπρεπτος

Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).

German (Pape)

[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.

Greek Monolingual

πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος].

Greek Monotonic

πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρεπτος -ον [πᾶς, πρέπω] zeer opvallend.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρεπτος: великолепный (ἕδραι Aesch.).

Middle Liddell

πάμπρεπτος, ον, πρέπω
all-conspicuous, Aesch.