εὔπρεπτος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
εὔπρεπτον, conspicuous, standing out, quite visible, A.Supp.722.
German (Pape)
[Seite 1091] = εὐπρεπής, Aesch. Suppl. 703.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. εὐπρεπής.
Étymologie: εὖ, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπρεπτος: хорошо видный, заметный (πᾶσα ἡ ἐπικουρία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπρεπτος: -ον, ἐπιφανής, ἔνδοξος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 772, πρβλ. πάμπρεπτος.
Greek Monolingual
εὔπρεπτος, -ον (Α)
επιφανής, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρεπτός (< πρέπω)].