εὔπρεπτος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπρεπτος Medium diacritics: εὔπρεπτος Low diacritics: εύπρεπτος Capitals: ΕΥΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eúpreptos Transliteration B: eupreptos Transliteration C: eypreptos Beta Code: eu)/preptos

English (LSJ)

εὔπρεπτον, conspicuous, standing out, quite visible, A.Supp.722.

German (Pape)

[Seite 1091] = εὐπρεπής, Aesch. Suppl. 703.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐπρεπής.
Étymologie: εὖ, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπρεπτος: хорошо видный, заметный (πᾶσαἐπικουρία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπρεπτος: -ον, ἐπιφανής, ἔνδοξος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 772, πρβλ. πάμπρεπτος.

Greek Monolingual

εὔπρεπτος, -ον (Α)
επιφανής, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρεπτός (< πρέπω)].