καλλάϊνος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
v. καλάϊνος.
German (Pape)
[Seite 1309] u. κάλλαϊς, s. καλάϊνος u. κάλαϊς.
Greek (Liddell-Scott)
καλλάϊνος: κάλλαϊς, ἴδε καλάϊνος.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο
βλ. καλάινος.
Russian (Dvoretsky)
καλλάϊνος: бирюзовый, лазоревый (πλινθίς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλάϊνος -η -ον zie καλάϊνος.