πασσάμενος
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
πάσσασθαι, v. πατέομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
Greek (Liddell-Scott)
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
Greek Monotonic
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
πασσάμενος: part. к πατέομαι I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσάμενος ptc. aor. med. van πατέομαι