αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
inf. prés. Act. épq. de καλέω.
καλήμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ καλέω, Ἰλ. Κ. 125.
κᾰλήμεναι: Επικ. αντί καλεῖν, Ενεργ. απαρ. του καλέω.
κᾰλήμεναι: эп. inf. к καλέω.