βιβλιαφόρος
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ον, letter-carrier, Plb.4.22.2, D.S.2.26: βυβλιοφόρος PHal.7.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, = βιβλιοφόρος, D. Sic. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιᾱφόρος: -ον, = βιβλιοφόρος, Πολύβ. 4. 22, 2.
Greek Monolingual
βιβλιαφόρος, -ον (Α)
βλ. βιβλιοφόρος.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιαφόρος: ὁ Diod. = βιβλιοφόρος.