οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Full diacritics: διοίσω | Medium diacritics: διοίσω | Low diacritics: διοίσω | Capitals: ΔΙΟΙΣΩ |
Transliteration A: dioísō | Transliteration B: dioisō | Transliteration C: dioiso | Beta Code: dioi/sw |
διοίσομαι, v. διαφέρω.
f. de διαφέρω.
διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.
διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.
διοίσω: fut. к διαφέρω.