δυσαμερία
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Dor. for δυσημ-.
Spanish (DGE)
v. δυσημερία.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δυσημερία.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.