δυσαμερία

From LSJ
Revision as of 18:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾱμερία Medium diacritics: δυσαμερία Low diacritics: δυσαμερία Capitals: ΔΥΣΑΜΕΡΙΑ
Transliteration A: dysamería Transliteration B: dysameria Transliteration C: dysameria Beta Code: dusameri/a

English (LSJ)

Dor. for δυσημ-.

Spanish (DGE)

v. δυσημερία.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δυσημερία.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.

Greek Monolingual

δυσαμερία, η (Α)
θλιβερή μέρα.

Greek Monotonic

δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.

Russian (Dvoretsky)

δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.