δυσαισθησία

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαισθησία Medium diacritics: δυσαισθησία Low diacritics: δυσαισθησία Capitals: ΔΥΣΑΙΣΘΗΣΙΑ
Transliteration A: dysaisthēsía Transliteration B: dysaisthēsia Transliteration C: dysaisthisia Beta Code: dusaisqhsi/a

English (LSJ)

ἡ, low degree of sensibility, Ti. Locr.102e, Gal.7.55 (pl.), prob. in Phld.Piet.67.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dificultad de sentircomo enfermedad del alma sensitiva, Ti.Locr.102e
en sent. fís. insensibilidad ἡ ἐν τοῖς δακτύλοις δ. Gal.2.344, δυσαισθησίας μὲν ἁπάσας τὰς μοχθηρὰς αἰσθήσεις Gal.7.56, cf. 753, 8.71
fig. falta de sensibilidad o sentido común συγγνοίη τις [ἂν] ... [πολ] λὴν δυσαισθη[σίαν] τοῖς κατηγοροῦσιν Phld.Piet.1170.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Unempfindlichkeit; Tim. Locr. 102 e; Sp. auch = Stumpfsinn.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαισθησία: ἡ, ἀναισθησία, Τίμ. Λοκρ. 102Ε.

Greek Monolingual

η (Α δυσαισθησία)
νεοελλ.
ιατρ. διαταραχή του νευρικού συστήματος κατά την οποία αισθάνεται κανείς περισσότερο ή λιγότερο από το κανονικό
αρχ.
μείωση της ικανότητας τών αισθητηρίων οργάνων.

Russian (Dvoretsky)

δυσαισθησία:нечувствительность, бесчувственность Plat.