εὐσεβία

From LSJ
Revision as of 19:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσεβία Medium diacritics: εὐσεβία Low diacritics: ευσεβία Capitals: ΕΥΣΕΒΙΑ
Transliteration A: eusebía Transliteration B: eusebia Transliteration C: efsevia Beta Code: eu)sebi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.

English (Slater)

εὐσεβία piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)

Greek Monolingual

εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.

Greek Monotonic

εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.