κεραυνοβολία

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβολία Medium diacritics: κεραυνοβολία Low diacritics: κεραυνοβολία Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: keraunobolía Transliteration B: keraunobolia Transliteration C: keravnovolia Beta Code: keraunoboli/a

English (LSJ)

ἡ, thunder-storm, Str.13.4.11 (pl.), Plu.2.624b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, das Schleudern des Donnerkeils, das Treffen damit; Strab. XIII, 628; Plut. Symp. 1, 6, 2, im plur., u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολία: ἡ, θύελλα μετὰ κεραυνῶν, Στράβ. 628, Πλούτ. 2. 624Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεραυνοβολία) κεραυνοβολώ
εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση
νεοελλ.
1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της
2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβολία:метание молний Plut.