κιτών
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, Dor. (esp. Sicil.) for χιτών, Sophr.35; also POxy. 1269.30(ii A.D.), etc.:—Dim. κιτώνιον, τό, PTeb.406.14(iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ion. u. dor. = χιτών.
Greek (Liddell-Scott)
κῐτών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ χιτών, Koen Γρηγ. σ. 341.
Greek Monolingual
κιτών, -ῶνος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του χιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με απώλεια της δασύτητας].
Russian (Dvoretsky)
κῐτών: ῶνος ὁ дор. = χιτών.