κυλινδροειδής
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ές, cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.
Greek Monolingual
-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).