λοφοποιός
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ὁ, crest-maker, Ar.Pax 545.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.
Greek Monolingual
λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].
Greek Monotonic
λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοφοποιός: ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.