μετασχημάτισις
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
εως, ἡ, change of form, Arist.Ph.190b5, Cael. 305b29, Sens.446b6.
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, die Umgestaltung, Umbildung, Arist. de sensu 6.
Greek (Liddell-Scott)
μετασχημάτῐσις: ἡ, μετατροπή, μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.
Greek Monolingual
μετασχημάτισις, ἡ (Α) μετασχηματίζω
μετασχηματισμός.
Russian (Dvoretsky)
μετασχημάτῐσις: εως (ᾰτ) ἡ изменение вида, преображение Arst.