μνήστευμα
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ατος, τό, courtship, wooing, in plural, ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός set about wooing another wife, E.Hel.1514; ὦ κακὰ μνηστεύματα = oh baneful spousals, Id.Ph. 580.
German (Pape)
[Seite 195] τό, das was man frei't, die Gefrei'te, die Braut oder Frau, Eur. Phoen. 583; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός, Mel. 1530, Werbung, Heirath. Sonst nur in spätester Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
μνήστευμα: τό, τὸ ἐπιζητεῖν τὴν εὔνοιαν καὶ ἀγάπην γυναικός, ἐν τῷ πληθ., ἄλλης γυναικὸς ἐκπόνει μνηστεύματα, «κύτταξε ναὔρῃς ἄλλην γυναῖκα», Εὐρ. Ἑλ. 1514· ὦ κακὰ μν., ὦ ὀλεθρία μνηστεία! ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 580.
Greek Monolingual
μνήστευμα, τὸ (ΑΜ, Μ και μνήστευμα) μνηστεύω
μνηστεία, αρραβώνιασμα («ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός», Ευρ.).
Greek Monotonic
μνήστευμα: -ατος, τό, φλερτάρω μια γυναίκα, επιδιώκω την εύνοιά της, στον πληθ., οι αρραβώνες, οι γάμοι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μνήστευμα: ατος τό только pl.
1) сватовство (ἄλλης γυναικὸς μνηστεύματα ἐκπονεῖν Eur.);
2) обручение, помолвка Eur.
Middle Liddell
μνήστευμα, ατος, τό,
courtship, wooing, in plural, espousals, Eur. [from μνηστεύω