μᾶκος

From LSJ
Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾶκος Medium diacritics: μᾶκος Low diacritics: μάκος Capitals: ΜΑΚΟΣ
Transliteration A: mâkos Transliteration B: makos Transliteration C: makos Beta Code: ma=kos

English (LSJ)

τό, Doric for μῆκος.

German (Pape)

[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. μῆκος.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.

English (Slater)

μᾱκος length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)

Greek Monolingual

μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.

Greek Monotonic

μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μᾶκος: τό дор. = μῆκος.