ποταμείβομαι
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
Doric for προσαμείβομαι.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.