προρρητικός

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προρρητικός Medium diacritics: προρρητικός Low diacritics: προρρητικός Capitals: ΠΡΟΡΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prorrētikós Transliteration B: prorrētikos Transliteration C: prorritikos Beta Code: prorrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, predictive, δύναμις S.E.M.5.1; -κόν, τό, a treatise on prognosis, title of two works by Hippocrates, Gal. 14.620, 16.582.

Greek (Liddell-Scott)

προρρητικός: ή, ον, ὁ προλέγων, προφητικός, δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 1. πρ. βιβλίον, πραγματεία περὶ τοῦ προλέγειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἀρχαιοτάτων συγγραμμάτων τοῦ Ἱπποκράτους, ἴδε Γαλην. 8. 692.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πρόρρησις
1. προφητικός
2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν
τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος του να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα.

Russian (Dvoretsky)

προρρητικός: предсказательный, пророческий (δύναμις Sext.).