пророческий
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian > Greek
θεσπέσιος, τερασκόπος, προγνωστικός, προρρητικός, μαντιπόλος, μαντόσυνος, μαντικός, προφητικός, φοιβαστικός, χρηστήριος, θεσφατηλόγος, χρησμολόγος, χρησμῳδός, μαντεῖος, μαντήϊος, θεοπρόπος, σημειώδης