пророческий
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Russian > Greek
θεσπέσιος, τερασκόπος, προγνωστικός, προρρητικός, μαντιπόλος, μαντόσυνος, μαντικός, προφητικός, φοιβαστικός, χρηστήριος, θεσφατηλόγος, χρησμολόγος, χρησμῳδός, μαντεῖος, μαντήϊος, θεοπρόπος, σημειώδης