συρίττω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
Greek Monotonic
σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίττω: атт. = συρίζω I.