ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
ion. c. συμπλέω.
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.
συμπλώω: ион. = συμπλέω.