ἀκαμαντολόγχης

From LSJ
Revision as of 11:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).

Middle Liddell

λόγχη
unwearied at the spear, Pind.