ἀλφιτοπώλης
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ου, ὁ, seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφῐτό-πωλις, D.L.6.9, 7.168; as adjective, ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.
Greek Monolingual
ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτοπώλης: ου ὁ Luc. = ἀλφιταμοιβός.