ἀντίχορδος

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίχορδος Medium diacritics: ἀντίχορδος Low diacritics: αντίχορδος Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: antíchordos Transliteration B: antichordos Transliteration C: antichordos Beta Code: a)nti/xordos

English (LSJ)

ον, A concordant, Hsch.: but, II metaph., in reply or opposition to, τοῖς πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.

Spanish (DGE)

-ον
1 discordante ταῦτα μέν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.
2 concordante Hsch.

German (Pape)

[Seite 264] (χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίχορδος: -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Πλούτ. 2. 663Ε· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. δίδει ἐναντίαν ἑρμηνείαν: «ἀντίχορδα· σύγχορδα· ἰσόχορδα».

Greek Monolingual

ἀντίχορδος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίχορδος: досл. звучащий противоположно, перен. прямо противоположный (τοῖς ὑπό τινος πεφιλοσοφημένοις Plut.).