ἀναπετής

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπετής Medium diacritics: ἀναπετής Low diacritics: αναπετής Capitals: ΑΝΑΠΕΤΗΣ
Transliteration A: anapetḗs Transliteration B: anapetēs Transliteration C: anapetis Beta Code: a)napeth/s

English (LSJ)

ές, (πετάννυμι) A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6. II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.

German (Pape)

[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.

Greek Monolingual

(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.
(II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).