ἀπασκαρίζω

Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

fut. -ιῶ Men.839:—struggle, be convulsed, like a dying fish, ἀ. ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495; ἀπασκαριῶ γέλωτι Men. l. c.; ἀπησκάρισεν gave up the ghost, prob. for ἀπεσκ-, AP11.114 (Nicarch.).

Spanish (DGE)

(ἀπασκᾰρίζω)
retorcerse convulsivamente ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Ar.Fr.495, ἀπασκαριῶ δ' ἐγὼ γέλωτι Men.Fr.798
sent. cóm. estirar la pata, AP 11.114 (Lucill.), cf. ἀποσκαρίζω.

German (Pape)

[Seite 281] wegspringen, forthüpfen, Ar. frg. 416; Menand. bei Suid. γέλωτι, s. ἀποσκαρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπασκαρίζω: μέλλ. -ίσω, τινάσσομαι, ἀσπαίρω, «σπαρταρῶ» ὡς ἀποθνήσκων ἰχθύς, ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαὶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 416· ἀπασκαριῶ ἐγὼ γέλωτι τήμερον, «θὰ σπαρταρίσω ἀπὸ τὰ γέλοια σήμερον», Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243Α.

Greek Monolingual

ἀπασκαρίζω (Α) ασκαρίζω
συγκλονίζομαι, σπαράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπασκᾰρίζω: содрогаться, сотрясаться, биться (ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί Arph.; γέλωτι Men.).