ἐθελόπορνος

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόπορνος Medium diacritics: ἐθελόπορνος Low diacritics: εθελόπορνος Capitals: ΕΘΕΛΟΠΟΡΝΟΣ
Transliteration A: ethelópornos Transliteration B: ethelopornos Transliteration C: ethelopornos Beta Code: e)qelo/pornos

English (LSJ)

ον, voluntary catamite, Anacr.21.7.

Spanish (DGE)

-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.

German (Pape)

[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.

Greek Monolingual

ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελόπορνος: склонный к разврату Anacr.