ἐμπυρισμός
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ὁ, = ἐμπρησμός (less Att., acc. to Phryn.313), Hyp. Lyc.Fr.4, Plb.9.41.5, LXXLe.19.6, Mon.Anc.Gr.19.8, Ath.Mech.12.6; burning of weeds, PSI4.338.7, al. (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 incendio, quema gener. intencionado ἀρχαίων ἐ. Hyp.Lyc.3, cf. Phryn.311, σκηνὰς ... εὐφυεῖς πρὸς ἐμπυρισμόν Plb.14.1.14, cf. Ath.Mech.18.7, αἱ πρὸς τοὺς ἐμπυρισμοὺς παρασκευαί Plb.9.41.5, ἡ πόλις ἐνεπρήσθη ἐμπυρισμῷ LXX Io.6.24, τῆς παρεμβολῆς D.S.20.67, cf. Mon.Anc.Gr.19.8
•quema, abrasamiento de pers. por fuego divino, LXX Le.10.6, de donde el lugar se llamó Ἐμπυρισμός LXX Nu.11.3, De.9.22
•quema de rastrojos o malas hierbas ξυλοκοπία καὶ ἐ. PLugd.Bat.20.5.15, SB 11161.3 (ambos III a.C.), συναγωγὴ φρυγάνων καὶ ἐ. PCair.Zen.517.3 (III a.C.).
2 agr. añublo, tizón una plaga de cereales, LXX 3Re.8.37.
3 quema de perfumes, incensación en ceremonias fúnebres, ἐμπυρισμοὶ πατέρων los inciensos quemados en los funerales de tus padres, Aq.Ie.34.
German (Pape)
[Seite 818] ὁ, Anzündung; Hyperid. bei Phryn., der wie Poll. 9, 156 es als unattisch für ἐμπρησμός tadelt; vgl. B. A. 97. Es findet sich bei Pol. 9, 41, 5 u. öfter; D. Sic. 20, 67 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῠρισμός: ὁ, = ἐμπρησμός, Ὑπερείδης παρὰ Φρυν. σ. 335 (ἔκδ. Λοβεκίου), καὶ Πολυδ. Θ΄, 156, Πολύβ. 9. 41, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. VIII, ἠμελημένως λεχθὲν κατὰ τὸν Φρυν. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἐμπυρισμός, ο (Α)
εμπρησμός, πυρπόληση.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπῠρισμός: ὁ Polyb. = ἐμπρησμός.