ἐνισχυρίζομαι
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
rely upon, τινί D.44.8.
Spanish (DGE)
basar su fuerza o derechos, hacerse fuerte en c. dat. οὐ μόνον τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα no sólo basamos nuestros derechos en eso (el parentesco), D.44.8, τοῖς νόμοις D.44.16, cf. Sm.Ps.51.9
•abs. tener fortaleza ἐνισχυρίζου ... καὶ μὴ πτοηθῇς A.Andr.et Matt.3.
German (Pape)
[Seite 846] med., seine Stärke, sein Vertrauen auf Etwas setzen, τῷ δικαίῳ, Dem. 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνισχῡρίζομαι: μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.
Greek Monolingual
ἐνισχυρίζομαι (Α) ισχυρίζομαι
στηρίζομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνισχῡρίζομαι: досл. твердо опираться, перен. рассчитывать, уповать (τῷ δικαίῳ Dem.).