ἐπίκυκλος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὁ, Astron., epicycle, Plu.2.1028b, Theo Sm.p.162H., Ptol.Alm.3.3, Iamb.VP6.31 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, der Nebenkreis, in der Astronomie, Plut. de anim. procr. e Tim. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυκλος: ὁ, κύκλος ἐπὶ ἑτέρου κύκλου (παρ’ Ἀστρον.) Πλούτ. 2. 1028Β.
Greek Monolingual
ο (Α ἐπίκυκλος)
αστρον. κύκλος που το κέντρο του βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου κύκλου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκυκλος: ὁ астр. эпицикл Plut.