ἐπαπολαύω
English (LSJ)
revel in, ἡδοναῖς D.S.37.3: c. gen., ἡλίου σελασμάτων Tz.H.9.315; profit by, τινός Anon.in Rh.111.28.
German (Pape)
[Seite 904] dabei genießen, τί, Aesop. 121; D. Sic. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
prés.
passer le temps à jouir de, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀπολαύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαπολαύω: ἐναπολαύω, ἀπολαύω, ἡδοναῖς πάντα τὸν τοῦ ζῆν χρόνον ἐπαπολαύων Διοδ. Ἀποσπ. 609. 89.
Greek Monolingual
ἐπαπολαύω (AM)
1. απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι
2. επωφελούμαι από κάποιον ή από κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαπολαύω: наслаждаться (τι Aesop. и τινι Diod.).