ἰείη
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
Epic for ἴοι, 3 sg. pres. opt. of εἶμι (ibo).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. prés. épq. de εἶμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰείη: Ἐπικ. ἀντὶ ἴοι, γ΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ εἶμι.
English (Autenrieth)
see εἶμι.
Greek Monotonic
ἰείη: Επικ. αντί ἴοι, γʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του εἶμι (ibo).
Russian (Dvoretsky)
ἰείη: эп. 3 л. sing. opt. к εἶμι.