ὁρκικός
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
ή, όν, belonging to, of the nature of, an oath, Stoic. 2.58,60, Sch.Il.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] = ὅρκιος, VLL. Schol. Il. 1, 77 D. L. 7, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκικός: -ή, -όν, = ὅρκιος, Διογ. Λ. 7. 66, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 77.
Greek Monolingual
ὁρκικός, -ή, όν (Α) όρκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκικός: Diog. L. = ὅρκιος.