ὑμενοειδής
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
English (LSJ)
[ῠ], ές, membranaceous, Hp.Mul.1.11, Epid.2.2.17, Arist.HA519b13, Dsc.1.106; cf. ὑμενώδης.
German (Pape)
[Seite 1178] ές, hautartig, häutig; Hippocr.; Arist. H. A. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμενοειδής: [ῠ], ές, ὅμοιος ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. ὑμενώδης.
Greek Monolingual
-ές / ὑμενοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με υμένα ως προς τη φύση ή την μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
ὑμενοειδής: имеющий вид перепонки, пленочный (ἡ κύστις Arst.).