ὑποσχέσθαι
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
v. ὑπισχνέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχέσθαι: ἴδε ὑπισχνέομαι.
English (Autenrieth)
see ὑπίσχομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ὑπ-ισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχέσθαι: inf. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.