ὑψίπυργος

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπυργος Medium diacritics: ὑψίπυργος Low diacritics: υψίπυργος Capitals: ΥΨΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypsípyrgos Transliteration B: hypsipyrgos Transliteration C: ypsipyrgos Beta Code: u(yi/purgos

English (LSJ)

ον, high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑ. ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί-πυργος].

Greek Monotonic

ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπυργος:
1) высокобашенный (πόλις Aesch.; Οἰχαλία Soph.);
2) высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).

Middle Liddell

ὑψί-πυργος, ον,
high-towered, Aesch., Soph.