αἰόνημα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ατος, τό, fomentation, D.C.55.17, EM348.27.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόνημα: -ατος, τό, κατάντλημα, κατάβρεγμα, μούσκευμα, Δίων Κ. 55. 17., Ἐτυμ. Μ. 348, 27.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. afusión, ducha τοῖς παραμυθουμένοις αἰονήμασι καὶ καταπλάσμασι χρηστέον Paul.Aeg.3.45.4, cf. D.C.55.17.1, EM 348.26G.