ἀδήλητος
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ον, (δηλέομαι) A unhurt, A.R.2.709; invulnerable, Nonn.D.47.617. II Act., not hurting, δεσμός ib.41.199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδήλητος: -ον, (δηλέομαι) ὁ μὴ ἀκουσθείς, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 709.
Spanish (DGE)
-ον
1 no herido A.R.2.709.
2 que no puede ser herido, invulnerable Διόνυσος Nonn.D.47.617.
3 que no hiere δεσμός Nonn.D.41.199.