ἀμεταβλητί
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Adv., = ἀμεταβλήτως, fr. ἀμετάβλητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταβλητί: ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς ἐξήγησις τοῦ ἀσπερχές.
Spanish (DGE)
adv. incesante, continuamente glos. a ἀσπερχές Sch.Bek.Il.16.61.