ἀνδροβαρής
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ές, = ἀνδραχθής, Eust.1651.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβᾰρής: -ές, = ἀνδραχθής, Εὐστ. 1651. 9.
Spanish (DGE)
-ές que pesa lo que un hombre soporta λίθοι Eust.1651.10.