ἀνεπιλογιστία
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ἡ, v. sub ἀνεπιλόγιστος.
German (Pape)
[Seite 224] ἡ, Unüberlegtheit, Schol. Od. 15, 225.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
irreflexión διὰ τὴν ἐκ νεότητος ἀνεπιλογιστίαν ἁμαρτουσῶν Sch.Od.15.225.