ὑπερευφραίνομαι

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρω εἰς ὑπερβολήν, Λουκ. Ἔρωτ. 5 αὐτὸ τοῦτο, διά…, ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 2· ἐπί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 1, 3.

Greek Monotonic

ὑπερευφραίνομαι: Παθ., χαίρομαι υπερβολικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερευφραίνομαι: чрезвычайно радоваться (τι Luc.).

Middle Liddell


Pass. to rejoice exceedingly, Luc.