κατάκλεις

From LSJ
Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεις: ειδος, καὶ κατακλείς, -εῖδος, Ἰων. ἀντὶ τοῦ Ἐπικ. -κληΐς, -ηῗδος, ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς κλεῖσιν ἢ ἐξασφάλισιν τῶν θυρῶν, διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ μοχλοῦ καὶ ἀπὸ τῆς περόνης ἥτις ἐξασφαλίζει τὸν μοχλὸν (βάλανος)· τῆς κατακλεῖδος ἐπιμελοῦ καὶ τοῦ μοχλοῦ φύλατθ’ ὅπως μὴ τὴν βάλανον ἐκτρώξεται Ἀριστοφ. Σφ. 154·― αἱ κ. τῶν ἀξόνων, περόναι τιθέμεναι πρὸς τὸ ἔξω μέρος τῶν ἀξόνων, ἐξασφαλίζουσαι τοὺς τροχούς, Διόδ. 17. 53· τὰς ἐν Πτολεμαΐδι κ., δηλ. τοῦ Νείλου, MFP ΙΙ, 13 (18α). 2) κατακληῒς βελέμνων, θήκη βελῶν, φαρέτρα, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 82. ΙΙ. αἱ διὰ τὴν ἀρσενικὴν κόπιτσαν ἢ περόνην ὀπαὶ πρὸς συγκόμβωσιν ἐνδυμάτων, περόναι, «κληῖσιν εὐγνάμπιοις ἀραρυῖαι· ἔνθα κληῖδα τὴν κατάκλειδα ἢ κατάκλεισιν τῶν περονῶν ἑρμηνεύουσιν» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 293, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ὁ χόνδρος ὁ συνδέων τὸ ὀστοῦν τῆς κλειδὸς μετὰ τοῦ στέρνου, «σφαγή· ὁ κατὰ τὴν κατακλεῖδα τόπος» Ἡσύχ., «κατὰ τὸ στῆθος ἐπερονῶντο οὐχ ὡς ἡμεῖς κατὰ τὴν κατακλεῖδα τοῦ ὤμου» Σχολ. Ἰλ. Ξ. 180, Ἡρῳδιαν. 4. 13, 12, Γαλην 4. 20, Πολυδ. Β΄, 133. IV. κῶλον περιόδου, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3., 9. 18. V. τὸ ἔσχατον μέρος στίχου ἢ συστήματος στίχων, Ἡφαιστ. 29. 6., 37. 5, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 659.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάκλεις -ειδος, ἡ [κατακλείω] slot (op een deur).